- πολύβλεπτος
- -ον, Μπολύ τιμώμενος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -βλεπτος (< βλέπω), πρβλ. περί-βλεπτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυβλέπων — οντος, ὁ, Α 1. αυτός που βλέπει πολύ 2. (κατ ευφ.) τυφλός («καθάπερ γὰρ τοὺς τυφλοὺς καλοῡσιν oἱ πολλοὶ πολυβλέποντας», Ιωάνν. Χρυσ.) 5. πολύβλεπτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βλέπων, μτχ. τού βλέπω (πρβλ. κατω βλέπων)] … Dictionary of Greek